χρόνῳ κοτέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρόνῳ κοτέ < → δείτε χρόνῳ (δοτική) του χρόνος & κοτέ / κότε

Έκφραση[επεξεργασία]

χρόνῳ κοτέ

  • μορφή της έκφρασης τῷ χρόνῳ ποτέ
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 9 (Καλλιόπη), 62.1
    ὡς δὲ χρόνῳ κοτὲ ἐγίνετο, ἐχώρεον καὶ οὗτοι ἐπὶ τοὺς Πέρσας, καὶ οἱ Πέρσαι ἀντίοι τὰ τόξα μετέντες.
    κι όταν επιτέλους τα πήραν, βάδιζαν κι αυτοί εναντίον των Περσών κι οι Πέρσες τους αντιμετώπιζαν ρίχνοντας βέλη.
    Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Πηγές[επεξεργασία]