χρόνῳ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χρόνῳ: δοτική ενικού της λέξης χρόνος (επιρρηματική δοτική)

Επίρρημα[επεξεργασία]

χρόνῳ

  • με την πάροδο του χρόνου, με τον καιρό
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 1 (Κλειώ), 80.6
    χρόνῳ δὲ πεσόντων ἀμφοτέρων πολλῶν ἐτράποντο οἱ Λυδοί, κατειληθέντες δὲ ἐς τὸ τεῖχος ἐπολιορκέοντο ὑπὸ τῶν Περσέων.
    Ύστερα από ώρα και ενώ είχαν πέσει και από τις δύο μεριές πολλοί νεκροί, τράπηκαν οι Λυδοί σε φυγή, και παγιδευμένοι μέσα στα τείχη τους βαστούσαν στην πολιορκία των Περσών.
    Μετάφραση (1964): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 1218 (1218-1219)
    χρόνῳ δ᾽ ἀπέσβη καὶ μεθῆχ᾽ ὁ δύσμορος | ψυχήν· κακοῦ γὰρ οὐκέτ᾽ ἦν ὑπέρτερος.
    Πάλεψε, πάλεψε, ώσπου κάποτε απόκαμε και άφησε την πνοή του ο δύσμοιρος. | Το κακό δεν μπορούσε πια να το δαμάσει.
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

χρόνῳ αρσενικό