ψυχίδιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχίδιον < ψυχή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχίδιον ουδέτερο ( & ψυχάριον)
- υποκοριστικό της ψυχής, μικρή ψυχή
ψυχίδιον ουδέτερο ( & ψυχάριον)