арборист
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- арборист < (άμεσο δάνειο) γαλλική arboriste
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɐrbɐˈrʲist/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ар‐бо‐ри́ст
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
арборист (ru) αρσενικό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- древовод (παρωχημένο)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- арборист στη ρωσική Βικιπαίδεια