кинантропия
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- кинантропия < αρχαία ελληνική κύων + ἄνθρωπος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kʲɪnɐnˈtropʲɪɪ̯ə/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
кинантропия (ru) (kinantrópiâ)