кромид
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βουλγαρικά (bg)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- кромид < αρχαία ελληνική κρόμμυον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
кромид (bg) ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σερβικά (sr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
кромид (sr)