мастурбација

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Σερβοκροατικά (sh)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /masturbǎːt͡sija/
τυπογραφικός συλλαβισμός: мас‐тур‐ба‐ци‐ја

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

мастурбација (sh) (λατινική γραφή: masturbacija) θηλυκό

Κλίση[επεξεργασία]