چوراب
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Οθωμανικά τουρκικά (ota)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- چوراب < (άμεσο δάνειο) περσική جوراب (jôrâb)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
چوراب (çorâb)
- η κάλτσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Απόγονοι[επεξεργασία]
چوراب (οθωμανικά τουρκικά)
- ↷ αλβανικά: çorap
- ↷ βουλγαρικά: чорап
- ↷ κριμαϊκά ταταρικά: şorap
- ↷ σλαβομακεδονικά: чорап
- ↷ σερβοκροατικά: čarapa
- ⇒ τουρκικά: çorap