ἀβάκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό. |
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀβάκ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή ?
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀβάκ αρσενικό άκλιτο (ελληνιστική κοινή)
- (φυτό) λεπτό λινάρι με υποκίτρινο χρώμα
- (συνεκδοχικά: ύφασμα) είδος λεπτού υφάσματος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Χρειάζονται παραπομπή σε λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Δάνεια από τα εβραϊκά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσα γραφή (εβραϊκά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά άκλιτα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (ελληνιστική κοινή)
- Φυτά (ελληνιστική κοινή)
- Υφάσματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)