ἀγκωνή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αγκωνή

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀγκωνή < συμφυρμός των ἀγκώνας + γωνία[1]
ἀγκωνή > νέα ελληνική: αγκωνή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀγκωνή θηλυκό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ἀγκωνή Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].