ἀνταρκτικοπολοστρόφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀνταρκτικοπολοστρόφος < ἀνταρκτικ(ός) + -ο- + πόλ(ος) + -ο- + -στρόφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀνταρκτικοπολοστρόφος αρσενικό
- προσωνυμία του Θεού η οποία παρουσιάζει την παντοδυναμία του
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο
- Λέξεις με ένθημα -ο- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -στρόφος (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προσωνυμίες (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)