ἀποκρισιάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀποκρισιάριος < αρχαία ελληνική ἀπόκρισι(ς) + -άριος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀποκρισιάριος αρσενικό

  1. απεσταλμένος αγγελιοφόρος
  2. προξενητής

Πηγές[επεξεργασία]