ἀποκρισιάριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀποκρισιάριος < αρχαία ελληνική ἀπόκρισι(ς) + -άριος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀποκρισιάριος αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀποκρισιάριος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].