ἀριθμέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀριθμέω < ἀριθμ(ός) + -έω

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀριθμέω - ἀριθμῶ

  1. υπολογίζω, μετράω, αριθμώ
  2. πληρώνω, εξοφλώ
  3. καταμετρώ

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]