ἄβρεκτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄβρεκτος < ά- (στερητικό) και βρέχω

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄβρεκτος -ος, -ον