ἐπίδοξος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επίδοξος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐπίδοξος τὸ ἐπίδοξον οἱ, αἱ ἐπίδοξοι τὰ ἐπίδοξα
Γενική τοῦ, τῆς ἐπιδόξου τοῦ ἐπιδόξου τῶν ἐπιδόξων τῶν ἐπιδόξων
Δοτική τῷ, τῇ ἐπιδόξῳ τῷ ἐπιδόξῳ τοῖς, ταῖς ἐπιδόξοις τοῖς ἐπιδόξοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐπίδοξον τὸ ἐπίδοξον τοὺς, τὰς ἐπιδόξους τὰ ἐπίδοξα
Κλητική ἐπίδοξε ἐπίδοξον ἐπίδοξοι ἐπίδοξα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐπιδόξω
Γενική-Δοτική ἐπιδόξοιν

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐπίδοξος < ἐπί + δόξα

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐπίδοξος, -ος, -ον

  1. επίδοξος
  2. ένδοξος, επίσημος
  3. +απαρέμφατο: πιθανόν

Συγγενικά[επεξεργασία]