ἔνερθε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἔνερθε < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα[επεξεργασία]

ἔνερθε

  • (τοπικό επίρρημα) από κάτω, κάτωθεν, κάτω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 75 (73-75)
    καὶ δ᾽ ἐμοὶ αὐτῷ θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι | μᾶλλον ἐφορμᾶται πολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι, | μαιμώωσι δ᾽ ἔνερθε πόδες καὶ χεῖρες ὕπερθε.»
    και μες στα στήθη μου η ψυχή ν᾽ αγωνισθώ στην μάχην | ζητεί με ορμήν σφοδρότερην και κρατημόν δεν έχουν | επάνω ᾽δω τα χέρια μου και οι πόδες μου αποκάτω».
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 9.1
    ἐνθαῦτα δὲ αὐτὸν εὑρεῖν ἐν ἄντρῳ μειξοπάρθενόν τινα ἔχιδναν διφυέα, τῆς τὰ μὲν ἄνω ἀπὸ τῶν γλουτῶν εἶναι γυναικός, τὰ δὲ ἔνερθε ὄφιος.
    και πως εκεί βρήκε σε μια σπηλιά μια κόρη–τέρας: μια Έχιδνα με διπλή φύση, που από τους γοφούς και πάνω ήταν γυναίκα κι αποκεί και κάτω φίδι·
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πρόθεση[επεξεργασία]

ἔνερθε

  1. (+ γενική) από κάτω, κάτω από
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 252 (251-253)
    στῆ δ᾽ εὐρὰξ σὺν δουρὶ λαθὼν Ἀγαμέμνονα δῖον, | νύξε δέ μιν κατὰ χεῖρα μέσην ἀγκῶνος ἔνερθε, | ἀντικρὺ δὲ διέσχε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή.
    Του θείου Αγαμέμνονος κρυφά στο πλάγι εστήθη, | και κάτω από τον άγκωνα τον κτύπησε κι η λόγχη | τον άνοιξε η στιλβωτή κι η άκρη εβγήκε αντίκρυ.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 92α.1
    Ἦ δὴ ὅ τε οὐρανὸς ἔνερθε ἔσται τῆς γῆς καὶ ἡ γῆ μετέωρος ὑπὲρ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἄνθρωποι νομὸν ἐν θαλάσσῃ ἕξουσι καὶ ἰχθύες τὸν πρότερον ἄνθρωποι,
    Στ᾽ αλήθεια, ο ουρανός θα βρεθεί κάτω από τη γη κι η γη πάνω απ᾽ τον ουρανό, ανάερη, και οι άνθρωποι θα ᾽χουν κατοικία τους τη θάλασσα και τα ψάρια θα ζουν εκεί που πρωτύτερα ζούσαν οι άνθρωποι,
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. υποκείμενος σε, υπό την εξουσία κάποιου

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]