ἔπαρσις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἔπαρσις < ἐπαίρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἔπαρσις θηλυκό
- πρήξιμο, φούσκωμα
- ανύψωση
- καταστροφή, ερήμωση
- (μεταφορικά) ερεθισμός
- (μεταφορικά) αλαζονεία