ὀπιπτεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀπιπτεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ὀπιπτεύω

  1. κοιτάζω τριγύρω, ατενίζω με περιέργεια ή αγωνία
  2. στήνω ενέδρα, παραμονεύω
  3. (για γυναίκα) γλυκοκοιτάζω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]