στήνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στήνω < από τον αόριστο ἔστησα του ρήματος αρχαία ελληνική ἱστάνω < ἵστημι

Ρήμα[επεξεργασία]

στήνω (μεταβατικό)

  1. τοποθετώ
    ※  Τον έστησε με τα χέρια ψηλά και άρχισε να τον ψάχνει, όπως κάνουν τώρα στα αεροδρόμια. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  2. αφήνω κάποιον να περιμένει σε ραντεβού
  3. αλλοιώνω το αποτέλεσμα αγώνων με αθέμιτο τρόπο
  4. ετοιμάζω κάτι για χρήση

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]