stand up

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας stand up
γ΄ ενικό ενεστώτα stands up
αόριστος stood up
παθητική μετοχή stood up
ενεργητική μετοχή standing up

Ετυμολογία [επεξεργασία]

stand up < → δείτε τις λέξεις stand και up

Ρήμα[επεξεργασία]

stand up (en)

  1. (αμετάβατο) στέκομαι, είμαι στα πόδια μου, είμαι σε όρθια θέση
    I stood up the entire bus trip.
    Στάθηκα όρθιος σ' όλο το δρόμο με το λεωφορείο.
    Stand up straight!
    Στάσου ίσια!
     συνώνυμα: stand
  2. (αμετάβατο) σηκώνομαι
    We just stood up from the table.
    Mόλις σηκωθήκαμε από το τραπέζι.
    Why were you standing up and sitting down all the time?
    Γιατί σηκωνόσασταν και καθόσασταν όλη την ώρα;
     συνώνυμα:  get up και stand
  3. (ανεπίσημο) στήνω, αφήνω κάποιον να περιμένει σε ραντεβού και δεν πηγαίνω
    Look, don’t stand me up again.
    Κοιτά μη με στήσεις πάλι.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]