planter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]planter (en)
- μεγάλη γλάστρα ή ζαρντινιέρα
- (ιστορία) Άγγλος έποικος από αυτούς που εκδίωξαν τους ντόπιους Ιρλανδούς επί της βασιλείας της Ελισάβετ της Α΄
- μηχάνημα (ή άνθρωπος) που φυτεύει σπόρους
- ο ιδιοκτήτης μιας φυτείας
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]planter (fr)