ὀστοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὀστοφόρος < αρχαία ελληνική ὀστοῦν + -φόρος

Επίθετο[επεξεργασία]

ὀστοφόρος, -ος, -ον

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]