ὑπαγορεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υπαγορεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὑπαγορεύω < ὑπό + ἀγορεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

ὑπαγορεύω (αόρ. ὑπεῖπον, παρακ. ὑπείρηκα)

  1. προτείνω
  2. υποδεικνύω
  3. υπαινίσσομαι
  4. εξηγώ
  5. (παθητικό: υπαγορεύομαι) υποδεικνύομαι, υπαγορεύομαι