ὕψι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὕψι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₃ewps

Επίρρημα[επεξεργασία]

ὕψι

  1. ψηλά
  2. ανοιχτά, στο πέλαγος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]