-βόλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-βόλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -βόλος < βολ-, μεταπτωτική βαθμίδα του βάλλω + κατάληξη -ος. Συγκρίνετε με επίθετα που λήγους σε -βολος (όπως άβολος, αμφίβολος).

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -βό‐λος

Επίθημα

[επεξεργασία]

-βόλος (ουσιαστικά) ή επίθετα σε -ος, -α, -ο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως ενδεικτικά

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
-βόλος < βολ-, μεταπτωτική βαθμίδα του βάλλω + κατάληξη -ος


ζητούμενο λήμμα


Σύνθετα

[επεξεργασία]