-βόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -βόλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -βόλος < βολ-, μεταπτωτική βαθμίδα του βάλλω + κατάληξη -ος. Συγκρίνετε με επίθετα που λήγους σε -βολος (όπως άβολος, αμφίβολος).
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -βό‐λος
Επίθημα
[επεξεργασία]-βόλος (ουσιαστικά) ή επίθετα σε -ος, -α, -ο
- δεύτερο συνθετικό ονομάτων (επιθέτων ή ουσιαστικών) που δηλώνει
Σύνθετα
[επεξεργασία]όπως ενδεικτικά
- αεριοβόλος
- αεροβόλος
- ακανθοβόλος
- ακτινοβόλος
- ανθοβόλος
- ανιοβόλος
- αστραπηβόλος
- αστραποβόλος
- αχτιδοβόλος
- αχτινοβόλος
- βόλος
- δισκοβόλος
- δροσοβόλος
- εκηβόλος
- ελαφηβόλος
- ευθυβόλος
- ηλιοφεγγοβόλος
- θαμποβόλος
- θερμοβόλος
- ιοβόλος
- καρποβόλος
- κεραυνοβόλος
- λευκοβόλος
- λιθοβόλος
- μοσχοβόλος
- μυροβόλος
- πυροβόλος
- ριγοβόλος
- ρουκετοβόλος
- σαϊτοβόλος
- σβόλος
- σπιθαροβόλος
- σπιθοβόλος
- σπινθηροβόλος
- σφαιροβόλος
- σφυροβόλος
- ταχυβόλος
- τοξοβόλος
- φλογοβόλος
- φυλλοβόλος
- φωτοβόλος
- χιλιοφεγγοβόλος
- χιονοβόλος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- "-βόλος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- -βόλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- βάλλω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -βόλος < βολ-, μεταπτωτική βαθμίδα του βάλλω + κατάληξη -ος