-βόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

-βόρος < βιβρώσκω

Επίθημα[επεξεργασία]

-βόρος

  • επίθημα που δηλώνει ότι το αναφερόμενο πρόσωπο ή πράγμα τρώει, καταναλώνει ή σπαταλά μεγάλη ποσότητα από αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό
αιμοβόρος
σαρκοβόρος
χρονοβόρος