-δίαιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- -δίαιτος < αρχαία ελληνική -δίαιτος < δίαιτα
Επίθημα[επεξεργασία]
-δίαιτος
- επίθημα σύνθετων επιθέτων, που δίνει στη σύνθετη λέξη τη σημασία «αυτός που ζει από / σε» αυτό που δηλώνει το αʹ συνθετικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
-δίαιτος
|