Corinthienne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Corinthienne, θηλυκό του Corinthien
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
Corinthienne | Corinthiennes |
Corinthienne (fr) θηλυκό
- (εθνικό όνομα) η Κορίνθια