DELF
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
DELF (fr) άκλιτο αρσενικό ακρωνύμιο
- (εκπαίδευση) Δίπλωμα Σπουδών στη Γαλλική Γλώσσα: τίτλος πιστοποιητικών γλωσσομάθειας της γαλλικής γλώσσας επιπέδων A1, A2, B1 και B2