Gabonaise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: gabonaise
      ενικός         πληθυντικός  
Gabonaise Gabonaises

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Gabonaise (fr) θηλυκό