Klippfisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Klippfisch (de) αρσενικό
- (γαστρονομία) αλατισμένο και αποξηραμένο (παστό ψάρι