Nickel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Nickel (de) ουδέτερο
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: νικέλιο
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Nickel αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Nickel < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Nickel αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [3]