Strzelec
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsṭʃɛlɛt͡s̑/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη strzelec
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Strzelec (pl) αρσενικό
- (αστερισμός), (αστρολογία) o Τοξότης
Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Strzelec < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Strzelec αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]