Verbrechen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: verbrechen

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Verbrechen (de) ουδέτερο (πληθυντικός: die Verbrechen)

  1. έγκλημα
    Verbrechen gegen die Menschlichkeit - έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας
  2. αδίκημα
    Was ist denn mein Verbrechen? - (κυριολεκτικά) Ποιο είναι το αδίκημά μου; (μεταφορικά) Για ποιο πράγμα με κατηγορείτε;

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]