aérosol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aérosol | aérosols |
aérosol (fr) αρσενικό
- το αεροζόλ
ενικός | πληθυντικός |
aérosol | aérosols |
aérosol (fr) αρσενικό