abeam
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
abeam (en)
- (αεροπορικός όρος, ναυτικός όρος) στο ίδιο ύψος ή παραπλεύρως σε σκάφος ή αεροσκάφος
Επίθετο[επεξεργασία]
abeam (en)
Πρόθεση[επεξεργασία]
abeam (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.
- abeam - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)