ablation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ablation | ablations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ablation (en)
- η αφαίρεση (κάποιου αντικειμένου ή τμήματος)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.bla.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ablation | ablations |
ablation (fr) θηλυκό
- η αφαίρεση (κάποιου αντικειμένου ή τμήματος)