accéder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
accéder (fr)
- ανέρχομαι, φτάνω σε κάτι
- (παρωχημένο) συναντώ κάποιον σχετικά με μια κοινή πράξη ή συμφωνία
- αποδέχομαι