accéder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ρήμα[επεξεργασία]

accéder (fr)

  1. ανέρχομαι, φτάνω σε κάτι
  2. (παρωχημένο) συναντώ κάποιον σχετικά με μια κοινή πράξη ή συμφωνία
  3. αποδέχομαι