accepteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ksɛp.tœʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
accepteur | accepteurs |
accepteur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
accepteur | accepteurs |
accepteur (fr) αρσενικό