acclamateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kla.ma.tœʁ/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
acclamateur | acclamateurs |
acclamateur (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
acclamateur | acclamateurs |
acclamateur (fr) αρσενικό