actor

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
actor actors

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

actor (en) (θηλυκό actress)

  1. (επάγγελμα) ο ηθοποιός
    a film actor - ηθοποιός του κινηματογράφου
    It was the first time that he would appear in the theater as a leading actor.
    Ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στο θέατρο ως πρωταγωνιστής.
  2. αυτός που δρα σε μια κατάσταση

Πηγές[επεξεργασία]



Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

actor (es) αρσενικό, actriz (es)



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

actor (ro) αρσενικό