adénologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
adénologie | adénologies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
adénologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
adénologie | adénologies |
adénologie (fr) θηλυκό