additionnable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- additionnable < additionner
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
additionnable | additionnables |
additionnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να προστεθεί