adomestiquer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
adomestiquer (fr)
- (σπάνιο) θεωρώ κάτι σαν να ήταν δικό μου, σαν να προερχόταν από τη δική μου οικογένεια, από το δικό μου το σπίτι