ahurir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ahurir (fr) (μεταβατικό)
- κάνω κάποιον να «τα χάσει» τελείως, τον εκπλήσσω, καταπλήσσω, αποσβολώνω
- (μεταφορικά) αποβλακώνω
ahurir (fr) (μεταβατικό)