aktuale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

aktuale < aktual- + -e

Επίρρημα[επεξεργασία]

aktuale (eo)

oni aktuale diskutas pri tio - ο κόσμος μιλάει σήμερα γι' αυτό