altesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
altesse | altesses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
altesse (fr) θηλυκό
- η υψηλότης
ενικός | πληθυντικός |
altesse | altesses |
altesse (fr) θηλυκό