amincissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- amincissement < amincir
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
amincissement | amincissements |
amincissement (fr) αρσενικό