amnistiable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
amnistiable | amnistiables |
Επίθετο[επεξεργασία]
amnistiable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί ή δικαιούται να αμνηστευτεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη amnistie