amortissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
amortissement | amortissements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amortissement (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη amortir